Μαγδεμβούργο

Μαγδεμβούργο
(Magdeburg). Πόλη (238.000 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου Σαξονίας-Άνχαλτ. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του Έλβα, κοντά στο Μιτελαντκανάλ, στη συμβολή σημαντικών οδικών και σιδηροδρομικών αρτηριών. Αποτελεί βιομηχανικό κέντρο με σημαντική ανάπτυξη, κυρίως στους τομείς της σιδηρουργίας, της μεταλλουργίας, της μηχανουργίας, των χημικών προϊόντων και των τροφίμων. Το M. είναι επίσης ποτάμιο λιμάνι με αρκετή κίνηση, καθώς και πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο με αξιόλογο ενδιαφέρον· τα πιο χαρακτηριστικά από τα μνημεία της πόλης είναι ο καθεδρικός ναός, που χτίστηκε από τον Όθωνα, αλλά ανοικοδομήθηκε σε γοτθικό ρυθμό, το δημαρχείο και διάφορα μέγαρα ρυθμού μπαρόκ. Ιστορία. Το Μ. ιδρύθηκε τον 6ο αι. και αποτελούσε εμπορικό κέντρο ήδη από τις αρχές του 9ου αι. Καταστράφηκε από τους Αβαρούς και τους Βένδες Σλάβους και ανοικοδομήθηκε ύστερα από τον Όθωνα Α’, ο οποίος δημιούργησε στην πόλη επισκοπική έδρα το 968 και θέλησε να την καταστήσει κέντρο επέκτασης των Γερμανών στις περιοχές που βρίσκονταν σε επαφή με τον σλαβικό κόσμο. Στη συνέχεια έγινε μέλος της Χανσεατικής Ένωσης και η εμπορική και βιοτεχνική της δραστηριότητα ενισχύθηκε σημαντικά· επειδή όμως είχε προσχωρήσει στον λουθηρανισμό και είχε αποβληθεί από την αυτοκρατορία, κατά τον Τριακονταετή πόλεμο αρχικά πολιορκήθηκε για μεγάλο διάστημα κι έπειτα πυρπολήθηκε (1631) και έτσι άρχισε η παρακμή της. Η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται πάλι τον 19o αι. με την εισαγωγή της βιομηχανίας. Στο κέντρο μιας εύφορης περιοχής, πλούσιας σε ορυκτά, το Μαγδεμβούργο είναι μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Γερμανίας από βιομηχανική και εμπορική άποψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ίμερμαν, Καρλ Λέμπερεχτ — (Karl Leberecht Immermann, Μαγδεμβούργο 1796 – Ντίσελντορφ 1840). Γερμανός μυθιστοριογράφος και δραματουργός. Εγκατέλειψε τις νομικές σπουδές για να υπηρετήσει ως εθελοντής στους ναπολεόντειους πολέμους (1813 15). Όταν πήρε το δίπλωμά του,… …   Dictionary of Greek

  • Καρνό — (Carnot). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων επιστημόνων. 1. Λαζάρ Νικολά Μαργκερίτ (Lazare Nicolas Marguerite, Νολέ 1753 – Μαγδεμβούργο 1823). Στρατηγός, πολιτικός και μαθηματικός. Ήταν γνωστός και ως οργανωτής της νίκης και συγκαταλέγεται στις… …   Dictionary of Greek

  • Σαξονία — (Sachsen). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Γερμανίας. Συνορεύει με την Τσεχοσλοβακία προς ΝΑ, με την Κάτω Σαξονία και τη Βαυαρία, αντίστοιχα προς ΒΔ και προς ΝΔ, με το Βρανδεμβούργο προς ΒΑ, με τη Σιλεσία (που σήμερα είναι σχεδόν ολόκληρη… …   Dictionary of Greek

  • Βέζερ — (Weser). Ποταμός (790 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, του οποίου η λεκάνη απορροής (46.000 τ. χλμ.) περιλαμβάνεται κατά μεγάλο μέρος στη Γερμανία. Εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα, δημιουργώντας ποταμόκολπο πλωτό ακόμα και για ποντοπόρα πλοία.… …   Dictionary of Greek

  • Γιακόμπι, Φίλιξ — (Felix Jacobi, Μαγδεμβούργο 1876 – Βερολίνο 1959). Γερμανός κλασικός φιλόλογος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Κιέλου (1906 35) και της Οξφόρδης (1939 59), όπου κατέφυγε για να αποφύγει τις ναζιστικές διώξεις. Ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Γκέρικε, Ότο φον- — (Otto von Guericke, Μαγδεμβούργο 1602 – Αμβούργο 1686). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο Λέιντεν και ταξίδεψε στη Γαλλία και στην Αγγλία. Το 1627 ονομάστηκε πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου της πόλης του Μαγδεμβούργου και το 1646 δήμαρχος.… …   Dictionary of Greek

  • Κάιζερ, Γκέοργκ — (Georg Kaiser, Μαγδεμβούργο 1878 – Ασκόνα, Ελβετία 1945). Γερμανός θεατρικός συγγραφέας. Ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο και ταξίδεψε αρκετά στη Νότια Αμερική και στην Ευρώπη. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, άρχισε να γράφει για το θέατρο (1904) …   Dictionary of Greek

  • Καρλομάγνος ή Κάρολος ο Μέγας — (Charlemagne, 742 – Άαχεν 814). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (800 814) και βασιλιάς των Φράγκων (768 814). Στέφθηκε βασιλιάς μετά τον θάνατο του πατέρα του, Πεπίνου του Βραχύ, μοιράστηκε τον θρόνο μαζί με τον αδελφό του Καρλομάνο …   Dictionary of Greek

  • Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”